Μιχαήλ Μάρουλλος ή Μαρούλης Ταρχανιώτης
(Michael Tarchaniota Marullus, περ. 1454 – 10 ή 14 Απριλίου 1500)
Έλληνας εθνικός, ουμανιστής λόγιος, ποιητής και «στρατιότο» («stradiotto») του 15ου αιώνα.
Κυρίως φωτογραφία: Πορτραίτο του Μάρουλλου από τον Μποτιτσέλι (1496)
(Michael Tarchaniota Marullus, περ. 1454 – 10 ή 14 Απριλίου 1500)
Έλληνας εθνικός, ουμανιστής λόγιος, ποιητής και «στρατιότο» («stradiotto») του 15ου αιώνα.
Κυρίως φωτογραφία: Πορτραίτο του Μάρουλλου από τον Μποτιτσέλι (1496)
ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ
Ο Μιχαήλ Μάρουλλος γεννήθηκε γύρω στα 1454 στην Σπάρτη (όπου οι γονείς του είχαν καταφύγει προσωρινά λίγο πριν την άλωση της Κωνσταντινούπολης) από τονΕμμανουήλ ή Μανίλιο Μάρουλλο και τηνΕυφροσύνη Ταρχανιώτη. Και οι δύο του γονείς προέρχονταν από παλαιά, ελληνικά γένη της Πελοποννήσου.
ΕΚΠΑΤΡΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΔΑΛΜΑΤΙΑ
Κατά την δεκαετία του 1460 ολοκληρώθηκε η κατάληψη της Ελλάδος από τους Οθωμανούς, ενάντια στους οποίους εξακολουθούσαν να μάχονται μόνο στην Πελοπόννησο διάφοροι στρατιωτικοί ηγέτες (Πέτρος Μπούας, Μιχαήλ Ράλλης, Νικόλαος Παγωμένος, Νικόλαος Μπόχαλης, Κορκόδειλος Κλαδάς, Νικόλαος Γραίτζας, Ιωάννης Γαβαλλάς, κ.ά.), ένας εκ των οποίων ήταν και ο πατέρας της Ευφροσύνης Μιχαήλ Ταρχανιώτης μαζί με τους τρεις υιούς του. Ο Μανίλιος, η Ευφροσύνη και ο νεογέννητος υιός τους ήδη από το 1454 είχαν σταλεί από τον πατέρα της για ασφάλεια στην ενετικού τύπου «δημοκρατία» της Ραγκούσας (σημερινό Ντουμπρόβνικ) στην Δαλματία, που εκείνη την εποχή δεχόταν επιλεκτικά τους ευγενείς πρόσφυγες της νότιας Βαλκανικής.
Η οικογένεια έζησε στην Ραγκούσα μέχρι τις αρχές του 1464. Ο 10ετής Μιχαήλ Μάρουλλος, η μητέρα του και ο μικρότερος αδελφός του Ιωάννης έφυγαν για την Λευκάδα με αφορμή τον γάμο του δούκα του νησιού Λεονάρδου Τόκο (Leonardo Tocco) με την πρώην πριγκίπισσα της ΣερβίαςΜελίσα Λαζαρόβνα, η πρώην βασίλισσα μητέρα της οποίας είχε ζητήσει από την Ευφροσύνη να συνοδεύσει την κόρη της στην Λευκάδα. Ο Μανίλιος Μάρουλλος έμεινε στην Ραγκούσα στελεχώνοντας ως αξιωματικός την άμυνά της απέναντι στους προ των τειχών της πόλεως Οθωμανούς, οι οποίοι την ίδια εκείνη χρονιά πετύχαιναν αλλεπάλληλες νίκες κατά των Ελλήνων της Πελοποννήσου που υπερασπίζονταν απεγνωσμένα την προδομένη από τον βυζαντινό «δεσπότη» Θωμά Παλαιολόγο πατρίδα τους. Εκείνη την χρονιά έπεσαν στα πεδία των μαχών, μαζί με 20.000 ακόμα Έλληνες, ο Μιχαήλ Ταρχανιώτης και οι τρεις του υιοί, στους οποίους αργότερα ο Μιχαήλ Μάρουλλος θα αφιερώσει έναν έμμετρο «επιτάφιο».
ΠΕΡΑΣΜΑ ΣΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑ
Η Ευφροσύνη με τους δύο υιούς της πέρασε την άνοιξη του 1464 στην Καλαβρία της Ιταλίας, όπου είχαν παραχωρηθεί από τον βασιλιά της Νάπολης στον Τόκο εδάφη για να εγκατασταθεί, καθώς τα Επτάνησα σύντομα θα έπεφταν στα χέρια των Οθωμανών. Εκεί τους συνάντησε μετά από λίγους μήνες και ο Μανίλιος που ήλθε από την Ραγκούσα.
Μέχρι που έγινε 17 ετών και επέλεξε το επάγγελμα του μισθοφόρου πολεμιστή όπως θα δούμε παρακάτω, ο Μιχαήλ Μάρουλλος έζησε διαδοχικά στην Ανκόνα (αβέβαιο), τη Νάπολη, την Βενετία και την Πάντοβα. Στις τελευταίες τρεις πόλεις δόθηκε η ευκαιρία στον νεαρό Μιχαήλ να σπουδάσει δίπλα σε ονομαστούς δάσκαλους του ιταλικού Ουμανισμού, να συνθέσει τα πρώτα ποιήματά του και να τα δει να τυγχάνουν καλής αποδοχής.
«ΣΤΡΑΤΙΟΤΟ»
Την άνοιξη του 1471, σε ηλικία μόλις 17 ετών, προσχώρησε στους «στρατιότι» («stradiotti»), δηλαδή στους περιφερόμενους Έλληνες μισθοφόρους πολεμιστές που πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους στους διάφορους ηγεμόνες της Ιταλίας, Μέσα από το μισθοφορικό επάγγελμα έζησε έναν ενδιαφέροντα περιπετειώδη βίο, χωρίς βεβαίως ποτέ να πάψει να συνθέτει ποίηση, στην λατινική ωστόσο γλώσσα. Η ποίησή του τον βοήθησε ν’ αποκτήσει πολύ καλές σχέσεις με πολλές σημαντικές προσωπικότητες της τότε Ιταλίας, ιδίως στα κέντρα του ουμανιστικού ρεύματος Φλωρεντία, Ρώμη και Νάπολη, με ισχυρή επιρροή στα πολιτικά πράγματα της εποχής, όπως λ.χ. η οικογένεια των Μεδίκων.
Ως «στρατιότο» πολέμησε το 1471 υπό τον ΣπαρτιάτηΝικόλαο Ράλλη στην «Σκυθία» (Κριμαία) για λογαριασμό του Μολδαβού ηγεμόνα Στέφανου του Γ, εξάδελφου του Βλαντ του «Παλουκωτή», υπηρέτησε υπό τον ίδιο τον μόλις απελευθερωμένο από την φυλακή Βλαντ τους τελευταίους μήνες του 1474 και συμμετείχε τον Ιανουάριο του 1475 πάλι υπό τον Στέφανο στην νικηφόρα μάχη του Βασλούϊ (Vaslui) κατά των Οθωμανών. Το καλοκαίρι και το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς πολέμησε πάλι κατά των Οθωμανών στο Μανγκούπ (Mangoup) της «Γοτθίας» (δηλαδή της νοτιοανατολικής Κριμαίας), πολέμησε το 1478 υπό τον δούκα του Άτρι στον πόλεμο Φλωρεντίας – Ρώμης, το 1480 στο Οτράντο της Απουληϊας, το 1482 στον πόλεμο Βενετίας – Φεράρας με την πλευρά της πρώτης, το 1492 στη νικηφόρα μάχη του Φίλλαχ (Villach) της Καρινθίας (δηλαδή της σημερινής νότιας Αυστρίας) κατά των Οθωμανών, το 1494 – 1495 στην ιταλική εκστρατεία του Καρόλου του Η και, τέλος, στην άμυνα του Φορλί τον χειμώνα 1499 – 1500.
ΠΡΟΣΧΩΡΗΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΘΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ
Στις αρχές της άνοιξης του 1476 ο Μιχαήλ Μάρουλλος επέστρεψε στην Ιταλία από την «Γοτθία» και συνέθεσε τρεις έμμετρους «επιτάφιους», έναν για τον ήρωα παππού του και τους τρεις θείους του που έπεσαν μαχόμενοι για την ελευθερία της Πελοποννήσου, έναν δεύτερο για την μητέρα του που πέθανε ενόσω αυτός πολεμούσε στην Κριμαία και έναν τρίτο για τον επίσης νεκρό νεότερο αδελφό του Ιωάννη. Υπερήφανος για την Ελληνική καταγωγή του, προσχώρησε το καλοκαίρι του 1476, σε ηλικία 22, ετών στους κύκλους των πολυθεϊστών οπαδών του Γεωργίου Γεμιστού – Πλήθωνος που μέχρι και το 1500 αποτελούσαν την πλειοψηφία μέσα στους «στρατιότι». Η μύησή του έγινε στη Νάπολη μετά από σύσταση του Μανίλιου Ράλλη, υπό τις διαταγές του αδελφού του οποίου Νικολάου ή Νίκολα Ράλλη θα υπηρετήσει και ο ίδιος αργότερα ως «στρατιότο». Ο ίδιος ο Μανίλιος Ράλλης, ποιητής, υιός του γεννημένου στην Σπάρτη «στρατιότο» και πολυθεϊστή Δημητρίου Καβάκη Ράλλη είχε μυηθεί πέντε χρόνια νωρίτερα, το 1471. Ο πατέρας Δημήτριος Καβάκης Ράλλης, που πέθανε στην Ρώμη σε ηλικία 90 ετών, ήταν εκείνος που διέσωσε σε χειρόγραφο της προσωπικής του βιβλιοθήκης, με ιδιόχειρες μάλιστα σημειώσεις του, τα σωζόμενα των «Νόμων» του Πλήθωνος που είχε καταστρέψει ο υπότουρκοςπατριάρχης Γεννάδιος.
Στη Νάπολη ο Μιχαήλ Μάρουλλος έγινε επίσης εκλεκτό μέλος της «Ακαδημίας» του περισσότερο ηδονιστή παρά ουμανιστή πολιτικού και ποιητή Τζιοβάνι Ποντάνο (Giovanni Pontano, 1429 – 1503), προσθέτοντας στις εμπειρίες του απίθανα συμπόσια και έρωτες με ωραίες γυναίκες. Από εκείνη την εποχή προέρχονται τα πρώτα ποιήματα (θα ακολουθήσουν και άλλα στις αρχές της δεκαετίας του 1490) τα οποία αφιερώνει στην μυστηριώδη γυναίκα «Νέαιρα» («Neaera»), που αργότερα ενέπνευσαν αρκετούς μεταγενέστερους ερωτικούς ποιητές, όπως λ.χ. τον Γάλλο Πιέρ Ρονσάρ (Pierre de Ronsard, 1524 – 1585).
Ακολουθώντας το παράδειγμα του φίλου του ναπολιτάνου ποιητή Τζάκοπο Σανατζάρο (Jacopo Sannazaro, 1458 – 1530), ο οποίος αμέσως μετά την ανακατάληψη του Οτράντο που ακολουθήθηκε από επιδημία πανούκλας, δημοσίευσε ανοικτά ποίημά του με το οποίο καλούσε τους αρχαίους Θεούς της Ιταλίας να διώξουν την αρρώστια μακριά από τις ακτές της, ο Μάρουλλος άρχισε και αυτός να δημοσιοποιεί τον θρησκευτικό προσανατολισμό του μέσα από ποιήματα όπως «Έρως και Ερμής», «Αφροδίτη και Ήφαιστος», «Ζευς και Έρως», «Απόλλων και Δάφνη», καθώς και την εθνική αρχαιολατρία του με ποιήματα όπως «Τελέσιλλα», «Αριστομένης», «Ένας πνιγμένος από δάφνες ανδριάντας του Βρούτου», «Μέγας Αλέξανδρος», κ.ά.
ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΣΤΗΝ ΡΩΜΗ
Το 1482, όπως προείπαμε, ο Μάρουλλος συμμετείχε στον πόλεμο Βενετίας – Φεράρας ως μισθοφόρος «στρατιότο» με την πλευρά της πρώτης. Ήταν η χρονιά που εγκαινίασε την συστηματική πια χρήση μισθοφόρων «στρατιότι» σε ιταλικό έδαφος από τους εκεί ηγεμόνες. Από την περιγραφή του ενετού ιστορικού Σανούτου (Marino Sanuto, 1466 – 1536) γνωρίζουμε ότι οι «στρατιότι»: «δεν πιάνουν αιχμαλώτους, αλλ’ αντίθετα κόβουν τα κεφάλια των αντιπάλων τους… τρώνε λίγο, απολαμβάνουν το κάθε τι και ξοδεύουν πολύ χρόνο περιποιούμενοι τ’ άλογά τους… έχουν σπαθί, λόγχη με σημαία στην άκρη και σιδερένιο ρόπαλο. Κάποιοι από αυτούς φορούν θώρακες, ενώ όλοι τους φέρουν βαμβακερές κάπες, ραμμένες μ’ έναν ασυνήθιστο τρόπο».
Εξαιτίας της απέχθειάς του για την μοναρχία και κατά προέκταση για τον βασιλιά της Νάπολης, ο Μάρουλλος εγκαταστάθηκε το 1484 στην Ρώμη, συνεχίζοντας να κινείται σε κύκλουςαντισυμβατικών ουμανιστών, τόλμησε δε να τα βάλει ακόμα και με τον καινούργιο Πάπα ΡώμηςΙννοκέντιο τον Η (κατά κόσμον Τζιοβάνι Μπαπτίστα Κιμπό από την Γένοβα): «Μπας και φοβάστε άραγε για το φύλο του Κιμπό; / δείτε απλώς το κοπάδι των παιδιών του, εγγυημένη απάντηση / αθώα – αθώα, κατά τ’ όνομά του, έσπειρε 8 υιούς και άλλες τόσες κόρες / ω ναι, η Ρώμη επάξια θα μπορεί να τον αποκαλεί πατέρα» και σε ένα επίγραμμά του «ο Σέξτος ερήμωσε την πόλη με πολέμους και σφαγές / ο διάδοχός του την ενίσχυσε με 300 απογόνους».
Οι περισσότεροι από τους αντισυμβατικούς ουμανιστές ανήκαν στην «Ακαδημία» του 56χρονου πια Πομπόνιου Λαέτου (Julius Pomponius Laetus, 1428 – 1498) που παλαιότερα (1468 – 1469) είχε φυλακιστεί με την κατηγορία ότι διέφθειρε τους νέους με λογοτεχνία της «παγανιστικής» αρχαίας Ρώμης αλλά και της συνομωσίας κατά της ζωής του Πάπα (η «Ακαδημία» εκείνης της πρώτης εποχής που ο Λαέτος ήταν ακόμα 40χρονος, εόρταζε τα γενέθλια της Ρώμης κάθε 21η Απριλίου με τελετές υπό τον ίδιο, ως «Pontifex Maximus»). Μέλη της «Ακαδημίας» κατά την εποχή που έζησε στην Ρώμη ο Μάρουλλος, και βεβαίως στενοί φίλοι του, ήσαν οι λόγιοι Μανίλιος Ράλλης και Φραντσεστέλο Μαρτσέζε (Franceschello Marchese, επίσης αυτοεξόριστος από την Νάπολη). Ένας άλλος αντισυμβατικός λόγιος ήταν ο νεαρός Πίκο ντελλα Μιράντολα (Pico della Miradola, 1463 – 1494) που τον Δεκέμβριο του 1486 δημοσίευσε ως πρόλογο του βιβλίου του «Η αξιοπρέπεια του ανθρώπου» 900 αντιδογματικές και ανθρωποκεντρικές θέσεις, 13 από τις οποίες κρίθηκαν τον Ιούνιο του 1487 από την Ιερά Εξέταση «αιρετικές» και διατάχθηκε η σύλληψή του. Ο 24χρονος ουμανιστής διέφυγε στην Γαλλία όπου και φυλακίστηκε για ένα διάστημα, για να καταλήξει τελικά στην εκτός της παπικής δικαιοδοσίας Φλωρεντία, από όπου αλληλογραφούσε με τον Μάρουλλο, προτρέποντάς τον να εγκατασταθεί κι αυτός εκεί.
ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΦΛΩΡΕΝΤΙΑ
Η παραμονή του Μάρουλλου στην Ρώμη (με διάλειμμα μόνο μερικούς μήνες του 1486 που υπηρέτησε ως μισθοφόρος στην Φλάνδρα) πιστοποιείται από διάφορες πηγές από το 1484 έως και τον Ιούλιο του 1489 (Kidwell, σελ. 130). Τελικά τον Αύγουστο του 1489, ακολουθώντας την προτροπή του Πίκο ντελλα Μιράντολα, εγκαταστάθηκε στην Φλωρεντία.
Πολύ σύντομα ο Μάρουλλος ήλθε σε ρήξη με τον πιο διάσημο ποιητή της πόλης, τον ιδιόρρυθμο και υπέρφρονα Άντζελο Πολιτσιάνο (Angelo Poliziano, 1454 – 1494, που ωστόσο παλαιότερα είχε εκθειάσει την ποίηση του Μάρουλλου) μετά από επισήμανση από πλευράς του Έλληνα κάποιων λαθών στην συλλογή «Miscellanea» του Πολιτσιάνο. Η ανταλλαγή περιφρονητικών εκφράσεων ανάμεσα στους δύο ποιητές, μέσω λατινικών επιγραμμάτων, έληξε μόνο με τον θάνατο του Πολιτσιάνο στις 24 Σεπτεμβρίου 1494.
Το έτος 1494 ήταν επίσης που ο περίπου 40χρονος ποιητής – στρατιώτης νυμφεύθηκε την 19χρονη φλωρεντιανή ποιήτρια Αλεσάντρα Σκάλα (Alessandra Scala, 1475 – 1506), τέταρτη θυγατέρα του ιστορικού και «αρχιγραμματέα» του κρατιδίου της Φλωρεντίας Βαρθολομαίου Σκάλα (Bartolomeo Scala, 1430 – 1497), την οποία φλερτάριζε ήδη από το 1492 με δύο ποιήματά του. Στο πρώτο, που της το είχε επίσημα αφιερώσει, την παρομοίαζε με την Σαπφώ. Στο δεύτερο, σε ενδεκασύλλαβο μέτρο όπως είχε καθιερώσει για τα ερωτικά ποιήματα ο Κάτουλος (Gaius Valerius Catullus, περ. 84 – περ. 54 π.α.χ.χ.), αναρωτιέται αν η μικρή Αλεσάντρα, ως άλλη Αφροδίτη, θα ’χε ακόμα και την δύναμη «να μετατρέψει τον Δεκέμβριο σε Μάϊο, ν’ ανθίσει τριαντάφυλλα στου παγετού την μέση / με την Φύση πιστά ν’ ακολουθεί, όπου αυτή πηγαίνει;». Ακολούθησαν φυσικά και άλλα, στα οποία πότε εμπλεκόταν ο Θεός Φαύνος («Φαύνε μείνε μακριά από το κορίτσι μου / την μοναδική μου, την πιο αγαπημένη κι από τα ίδια μου τα μάτια») και πότε οι Μούσες του Απόλλωνος («κι όταν την ιερή σου ένωση με τις Μούσες συνειδητοποιώ αγαπημένη / δεν είσαι μόνο μοναδική Αλεσάντρα μου, στον κόσμο των Θεών ανήκεις»).
Την περίοδο της ζωής του στην Φλωρεντία, που έμελλε να είναι και η τελευταία του βίου του, ο Μάρουλλος συνέθεσε την μακρά σειρά από εθνικούς θρησκευτικούς στίχους που εμείς σήμερα γνωρίζουμε υπό τον γενικό τίτλο «Hymni Νaturales» («Φυσικοί Ύμνοι»).
Το πρώτο βιβλίο των «Ύμνων» τιμά με αντίστοιχους ύμνους τον ύπατο Θεό Δία, IOM, Iupiter Optimus Maximus (τον «πατέρα της ημέρας και δημιουργό των πάντων», τον οποίο χαιρετίζει με τα λόγια «σε σένα αναγνωρίζουμε τον κύριο του αιθέρα, που μήτε από αρχή διέπεται μήτε από τέλος, γιατί ο ίδιος είσαι ταυτόχρονα ζωή και τελευτή. Εσύ που σε όλα βασιλεύεις και κανένας δεν σε κυβερνά, εσύ που ζεις πάντα στον εαυτό σου και τον χρόνο για τον αιώνα εγκαθιδρύεις… εσύ που δωρίζεις όλα τα γεννήματα της γης και της πανίσχυρης Φύσης εγκαθιδρύεις τους νόμους, εσύ που την γη καθοδηγείς και την θάλασσα και τον αέρα και τον πόλο, που ακίνητος στην γαλήνη σου τα πάντα μεταβάλλεις και χίλια θαυμαστά πράγματα στον θεσπέσιο κόσμο σκορπίζεις»), την εκπολιτίστρια Θεά Αθηνά Παλλάδα, τον φτερωτό Θεό Έρωτα, τον σύνδεσμο ανάμεσα στον δημιουργό και τα δημιουργήματα, την βασίλισσα Αιωνιότητα («το ίδιο τμήμα, το ίδιο όλον, δίχως τέλος, δίχως απαρχή», «ipsa eadem pars, totum eadem, sine fine, sine ortu»), και, τέλος, τον κυβερνήτη του φανερωμένου κόσμου μας Θεό Διόνυσο – Βάκχο.
Το δεύτερο βιβλίο τιμά ως κυβερνήτη του παντός τον Θεό Πάνα, πτυχή του ίδιου του Θεού Διός, τον Ουρανό, τα Άστρα και τους 5 πλανήτες (Κρόνο, Δία, Άρη, Αφροδίτη και Ερμή). Το τρίτο βιβλίο τιμά με δύο ύμνους τους ζωοδότες Ήλιο και Σελήνη και το τέταρτο τα 4 στοιχεία και την Θεά Ήρα που τα συνδέει χάριν της ζωής.
Οι «Ύμνοι», καθώς και τα 4 βιβλία των «Επιγραμμάτων» του εκδόθηκαν στην Φλωρεντία από τον ίδιον το 1497. Ένα έτος πριν, το 1496, ο Σάντρο Μποτιτσέλι (Sandro Botticelli, περ. 1445 – 1510) ζωγράφισε ένα πορτραίτο του Μιχαήλ Μάρουλλου που μόλις είχε
επιστρέψει από την προτελευταία περιπέτεια της μισθοφορικής σταδιοδρομίας του, δηλαδή την ιταλική εκστρατεία του Καρόλου του Η. Το πορτραίτο αυτό ευτυχώς σώθηκε, και σήμερα αποτελεί την μοναδική πραγματική εικόνα για το πρόσωπο του ποιητή – στρατιώτη.
επιστρέψει από την προτελευταία περιπέτεια της μισθοφορικής σταδιοδρομίας του, δηλαδή την ιταλική εκστρατεία του Καρόλου του Η. Το πορτραίτο αυτό ευτυχώς σώθηκε, και σήμερα αποτελεί την μοναδική πραγματική εικόνα για το πρόσωπο του ποιητή – στρατιώτη.
ΘΑΝΑΤΟΣ ΑΠΟ ΠΝΙΓΜΟ
Το χειμώνα του 1499 – 1500 προσέφερε την τελευταία στρατιωτική υπηρεσία του στην Κατερίνα Σφόρτζα (Caterina Sforza, 1463 – 1509), κόμισσα του ανεξάρτητου κρατιδίου του Φορλί που, όπως και άλλα, δεχόταν την σφοδρή επίθεση του παπικού στρατού υπό τον περιβόητο Καίσαρα Βοργία (Cesare Borgia, 1475 – 1507). Παρά την γενναία αντίσταση των πιστών στην Σφόρτζα δυνάμεων, το κάστρο του Φορλί έπεσε στις 14 Ιανουαρίου 1500 και ο Μάρουλλος, όπως και η ίδια η Σφόρτζα που πολέμησε με το ξίφος στην πρώτη γραμμή, πιάστηκε αιχμάλωτος. Όπως εικάζει η Kidwell (σελ. 246), πιθανώς του χαρίστηκε η ζωή από τον νικητή στρατηγό Υβ ντ’ Αλέγκρ (Yves d’ Alegre, περ. 1450 – 1512), με τον οποίο είχε πριν από μόλις 5 χρόνια συμπολεμήσει κατά την εκστρατεία του Καρόλου.
Στις 10 (κατά τον Paolo Giovio, το 1557) ή στις 14 (σύμφωνα με την ταφόπετρα που του στήθηκε) του μηνός Απριλίου 1500 τον βρίσκουμε ν’ αναχωρεί υπό σφοδρή βροχή με πλήρη πανοπλία από το σπίτι του ουμανιστή ιστορικού και κληρικού Ραφαέλο Μαφφέϊ (Raffaello Maffei, 1451 – 1522) στην Βολτέρα (Volterra), προσπαθώντας να φθάσει στο Πιομπίνο (Piombino), όπου ο στρατός του Βοργία πολιορκούσε τον παλιό φίλο και συμπολεμιστή του Τζάκοπο Αππιάνο (Jacopo Appiano, 1459 – 1510). Στην προσπάθειά του όμως να διαβεί τον φουσκωμένο ποταμό Καικίνα (Cecina), το άλογό του έχασε την ισορροπία του, έπεσε και τον πλάκωσε, με αποτέλεσμα να πνιγούν μαζί κάτω από τα ορμητικά ύδατα.
Κατά τον ισχυρισμό του φίλου του Πάολο Κορτέζε (Paolo Cortese) που αναπαρήγαγε αργότερα ο Λανσελότος της Περούτζια (Lancelot da Perugia), οι χωρικοί της περιοχής είχαν συμβουλεύσει τον Μάρουλλο να μην διαβεί το φουσκωμένο ποτάμι, αλλ’ εκείνος τους είχε απαντήσει γελώντας ότι ήταν από τον Άρη που κινδύνευε και όχι από τον Ποσειδώνα.
Μαρτυρίες του 16ου αιώνα, προφανώς φανταστικές κατά την εκτίμηση της Kidwell αν και όχι απίθανες (σελ. 249), φέρουν τον Μάρουλλο να βλασφημεί την ώρα που πνιγόταν. Μία από αυτές ανήκει στον παπικό «αποστολικό πρωτονοτάριο» Πιέριο Βαλεριανό, Pierius Valerianus ή Giovani Pietro Bolzani, 1477 – 1558: «ίσως ήταν καλύτερα που πνίγηκε εκεί, έξω από την Βολτέρα, από το να σύρει καταπάνω μας την οργή των ουρανών τώρα που αντιμετωπίζουμε τον Τούρκο στην ίδια μας την ιερή χώρα… Ποτέ δεν ήταν δικός μας, πάντα έφερε την ταυτότητα του Έλληνα… έδειχνε περισσότερο σαν κυνηγημένο αγρίμι παρά σαν ένας κύριος του κόσμου του».
Το 1528 ο γνωστός φιλόλογος και θεολόγος Έρασμος (Desiderius Erasmus Roterodamus, περ. 1466 – 1536) θα παραδεχθεί ωμά στον «Κικερωνιανό» του («Ciceronianus») ότι η ποίηση του Μάρουλλου θα μπορούσε να γινόταν «αποδεκτή» εάν δεν κυριαρχείτο τόσο πολύ από τον Παγανισμό («Marulli pauca legi, tolerabilia si minus haberent paganitatis»), ενώ ο δομινικανός μοναχός Λέανδρος Αλμπέρτι (Leander Alberti, 1479 – 1552) διαγιγνώσκει ευθαρσώς ότι οι αντιλήψεις του στα θρησκευτικά ζητήματα απείχαν πολύ από το να μπορέσουν να θεωρηθούν χριστιανικές.
Ανάλογα πράγματα γράφει και ο θρησκόληπτος εξάδελφός του Ιωάννης Ταρχανιωτης (Giovanni Tarchagnota) στον 2ο τόμο της δικής του «Ιστορίας του Κόσμου» που κρίνει ότι ο Μάρουλλος είχε κακό τέλος γιατί δεν ήταν πραγματικός χριστιανός. Σε αυτό το καταδικαστικό πλαίσιο κινήθηκε μάλλον και η νεαρή (μόλις 25χρονη) χήρα του Αλεσάντρα, που προφανώς από θεοφοβία και ενοχές για το «ειδωλολατρικό» πνεύμα του νεκρού συζύγου της, εγκατέλειψε όχι μόνο την αρχαιόφιλη λογιοσύνη αλλά και αυτά ακόμη τα εγκόσμια. Κλείστηκε σε μοναστήρι όπου και πέθανε μόλις μετά από μερικά χρόνια, το 1506.
Σε αντίθεση προς όλους αυτούς, ο ρομαντικός και παγανίζων Ρονσάρ αφιέρωσε το 1560 (προκαλώντας μάλιστα την έχθρα των Καλβινιστών) έναν «Επιτάφιο» στον Μάρουλλο, στους στίχους του οποίου τον χαιρετίζει στα Ηλύσια Πεδία, δίπλα σε μεγάλους αρχαίους ποιητές της προχριστιανικής εποχής όπως τον Άλβιο Τίβουλλο (54 – 18), τον Σέξτο Προπέρτιο (47 – 15) και την Ταναγραία ποιήτρια Κόριννα (6ος – 5ος αιώνας).
ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΕΡΓΟ
Το ποιητικό έργο του Μιχαήλ Μάρουλλου αθροίζεται σε 4 βιβλία «επιγραμμάτων» (δηλαδή μικρών λυρικών ποιημάτων) και 4 βιβλία εθνικών θρησκευτικών ύμνων («Hymni Νaturales», «Φυσικοί Ύμνοι»), ενώ παρέδωσε επάνω στον αγαπημένο του Ρωμαίο ποιητή και φιλόσοφο Λουκρήτιο (Titus Lucretius Carus, 99 – 55 π.α.χ.χ.) μία κριτικά βελτιωμένη μετάφραση που ωστόσο δεν κατόρθωσε να εκδώσει (βρέθηκε επάνω του, όπως διασώζει ο Πιέτρο Καντίντο, Pietro Candido που εξέδωσε το 1512 το «De Rerum Naturae»).
Με το ξαφνικό τέλος του βίου του άφησε επίσης ημιτελές ένα σχεδόν πολιτικό, υπό την ευρεία έννοια, έργο, το «Institutiones principales», επάνω στην σωστή εκπαίδευση των νεαρών αρχόντων. Τα διασωθέντα αποσπάσματα μεταφράστηκαν, μαζί με τους «Ύμνους», το 1996 από τον Όττο Σαίνμπεργκερ (Otto Schönberger). Ένα έτος πριν, στην Φλωρεντία και την Γενεύη είχαν εκδοθεί οι μεταφράσεις των «Ύμνων» στα Ιταλικά και τα Γαλλικά, αντίστοιχα από τους Donatella Coppini και Jacques Chomarat.
Παρόλο που έγραψε στα λατινικά, ο ποιητής είναι μία από τις σπουδαιότερες μορφές του Ελληνισμού του 15ου αιώνος, θρηνώντας μέσα από τους στίχους του για την απώλεια της πατρίδας του αλλά και οραματιζόμενος ένα μέλλον που αυτή θα είναι ξανά ελεύθερη κάτω από την σκέπη των πραγματικών Θεών της. Το όραμμα του Γεωργίου Γεμιστού – Πλήθωνος το οποίο πέρασε μετά τον θάνατο του μεγάλου διδασκάλου μόνο στην εσωτερική μύηση των «στρατιότι», εξακολουθεί μέσα από την ποίηση του Μιχαήλ Μάρουλλου να μένει φανερό και να διαδίδεται οριζόντια στους ουμανιστικούς κύκλους μέχρι και την αυγή του 16ου αιώνος. Αυτός ο ίδιος άλλωστε, όπως γράφει η Kidwell (σελ. 255 – 256) ως προσωπικότητα ξεχείλιζε από υπερηφάνεια και πατριωτισμό, αλλά και αρετή και ανεκτικότητα. Έθετε υψηλότατες απαιτήσεις αρετής για τον εαυτό του και τις γυναίκες που αγαπούσε, την ίδια ώρα που στο ηθικά διάτρητο περιβάλλον της Ιταλίας του 15ου αιώνα έδειχνε μία μελαγχολική κατανόηση για τις πόρνες, τους άνδρες και γυναίκες ομοφυλόφιλους, τους ξεπεσμένους λόγιους και τους περιθωριακούς. Ο άνθρωπος που τον φιλοξένησε το τελευταίο βράδυ της ζωής του, ο Ραφαέλο Μαφφέϊ, κατανόησε το κρυμμένο μέσα στην ψυχή του αρχαίο μεγαλείο όταν χαιρέτισε τον νεκρό ως «σπανιότατο άνδρα, με ευρεία αντίληψη και οξεία κρίση».
Όπως και ο εθνισμός του Γεωργίου Γεμιστού – Πλήθωνος, έτσι και εκείνος του μυημένου «στρατιότο» Μάρουλλου διέπεται κατά το μεγαλύτερο ποσοστό από πλατωνική οπτική και σε μικρότερο από στωϊκή. Στην πρώτη ανήκει αναμφίβολα η παρακάτω ποιητική περιγραφή: «ανάμεσα σε μυριάδες φαντάσματα και θηρίων μορφές, τους ανόσιους κήλυκες αδειάσαμε στα συμπόσια της Κίρκης και τώρα σε χοιροστάσια κυλιόμαστε, ανίκανοι πια να δούμε τα πατρικά τα σπίτια μας, ούτε τους αγαπημένους καπνούς από τις στέγες της Ιθάκης, από καιρό τώρα μαθημένοι, σ’ αισχρές μορφές να μεταμορφωνόμαστε».
Στο όλο έργο του Μάρουλλου υπάρχει μόνον μία, μοναδική, «χριστιανική» αναφορά, όταν σε ένα από τα τελευταία ποιήματά του λέει ότι σύντομα θα κατεθέσει την πανοπλία του στον «Άγιο Γεώργιο». Πέραν του ότι αυτό στην πραγματικότητα σημαίνει τίποτε περισσότερο από το, όπως επισημαίνει σε μία σημείωσή της η Kidwell, ότι σύντομα σκόπευε να τερματίσει την πολεμική του καρριέρα, ο λεγόμενος «Άγιος Γεώργιος» που παρίσταναν ότι τιμούσαν οι «στρατιότι» δεν είναι παρά ο Θεός Ήλιος στην αρχή της ενισχυτικής της γεωργίας ανοιξιάτικης και θερινής φάσης του. Αντίθετα, ο «Δημήτριος» Ήλιος της φθινοπωρινής και χειμερινής φάσης του ετήσιου κύκλου απεργάζεται κάτω από την γη την αιώνια αναγέννηση και αναβλάστηση.
ΔΕΙΓΜΑ ΓΡΑΦΗΣ
(Επιλεγμένα από τον γράφοντα αποσπάσματα από τον «Ύμνο στον Ήλιο» του Μιχαήλ Μάρουλλου
σε μετάφραση του εθνικού μας ιστορικού Κωνσταντίνου Σάθα – «Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη», τόμος Ζ)
σε μετάφραση του εθνικού μας ιστορικού Κωνσταντίνου Σάθα – «Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη», τόμος Ζ)
«Μακράν σταθήτε βέβηλοι, να ο Θεός εφάνη!
να οι ναοί εσείσθηκαν εις ταις κρυφαίς σπηληαίς μας,
και το βουνό του Παρνασσού συθέμελον βρυχάται.
Πάλιν εκαταδέχθηκε ο Απόλλων να γυρίση
εις τα παληά λιμέρια του, να ζωντανεύση πάλιν
το σπήλαιον που τώβοσκεν αιώνια σαπίλλα,
πάλιν εμπνέει τας ψυχάς των σοβαρών ανθρώπων
και φωλιαστός ‘ς τα σωθικά στρέφει, γεννά τον οίστρον,
οπού ποτίζει την καρδιάν με βακχικήν μανίαν
και την ψυχήν μας συγκινεί, πιέζει και συντρίβει…
να οι ναοί εσείσθηκαν εις ταις κρυφαίς σπηληαίς μας,
και το βουνό του Παρνασσού συθέμελον βρυχάται.
Πάλιν εκαταδέχθηκε ο Απόλλων να γυρίση
εις τα παληά λιμέρια του, να ζωντανεύση πάλιν
το σπήλαιον που τώβοσκεν αιώνια σαπίλλα,
πάλιν εμπνέει τας ψυχάς των σοβαρών ανθρώπων
και φωλιαστός ‘ς τα σωθικά στρέφει, γεννά τον οίστρον,
οπού ποτίζει την καρδιάν με βακχικήν μανίαν
και την ψυχήν μας συγκινεί, πιέζει και συντρίβει…
Ελάτε ν’ αγκαλιάσωμεν τους πατρικούς Θεούς μας,
και πρώτον τον μονογενή που μ’ άσβεστον λαμπάδα
τον κόσμον όλον κυβερνά, τον Ήλιον πατέρα…
και πρώτον τον μονογενή που μ’ άσβεστον λαμπάδα
τον κόσμον όλον κυβερνά, τον Ήλιον πατέρα…
που το πάθος του εδήλωσε κρυμμένος ‘ς την μαυρίλλαν
του σκοταδιού, λοξά θορών τα έργα των κακούργων.
Ούτε η δυστυχία μας, τα θαυμαστά μνημεία,
αι τέχναι μας, αι αρεταί κ’ αι θείαι συγγραφαί μας
αυτούς τους συνεκίνησαν! κ’ έπεσαν τόσα κάστρα
από φωτιάν και σίδηρον σύρριζα φαγωμένα,
και τόσοι χρυσομάρμαροι ναοί των ουρανίων,
κι άνθρωποι που ‘χαν εξ αρχής το κράτος γης, θαλάσσης
εδιώχθησαν, κι από ταις σπηληαίς εδιώξαν τα θηρία,
κι ακόμη, δυστυχής εγώ, Ιερόν ζητώ ‘ς τον κόσμον!
του σκοταδιού, λοξά θορών τα έργα των κακούργων.
Ούτε η δυστυχία μας, τα θαυμαστά μνημεία,
αι τέχναι μας, αι αρεταί κ’ αι θείαι συγγραφαί μας
αυτούς τους συνεκίνησαν! κ’ έπεσαν τόσα κάστρα
από φωτιάν και σίδηρον σύρριζα φαγωμένα,
και τόσοι χρυσομάρμαροι ναοί των ουρανίων,
κι άνθρωποι που ‘χαν εξ αρχής το κράτος γης, θαλάσσης
εδιώχθησαν, κι από ταις σπηληαίς εδιώξαν τα θηρία,
κι ακόμη, δυστυχής εγώ, Ιερόν ζητώ ‘ς τον κόσμον!
Ημείς, οπού το ύστερον ξεθύμασμα της Μοίρας
από πατρίδα εχώρησε και τάφους των γονέων
μένομεν εις παράδειγμα της ανθρωπίνης τύχης.
Αλλ’ αν του Βασιλέως μου και του υιού συνάμα
δεν δράμη η βοήθεια, ώ τότε επί τέλους
αι χάριτες ας σβέσωσι της θείας μας της γλώσσης
κι αυταί αι τέχναι ας χαθούν, τα ονόματα τα τόσα,
οπού τα καθιέρωσαν οι κόποι κ’ οι αιώνες,
‘ς τον βούρκο της λησμονησιάς δια πάντα ας ποντισθώσι,
κι αυτοί εδώ των Πελασγών τα λείψανα ας λάβουν,
και τ’ άγια μυστήρια, κι ας φιλοτιμηθώσι
να διασώσουν την τιμήν τοσούτων ονομάτων,
και τα βιβλία που δηλούν τόσους και τόσους κόπους
ψυχών οπού ενίκησαν τον χρόνον και τον Άδην.
από πατρίδα εχώρησε και τάφους των γονέων
μένομεν εις παράδειγμα της ανθρωπίνης τύχης.
Αλλ’ αν του Βασιλέως μου και του υιού συνάμα
δεν δράμη η βοήθεια, ώ τότε επί τέλους
αι χάριτες ας σβέσωσι της θείας μας της γλώσσης
κι αυταί αι τέχναι ας χαθούν, τα ονόματα τα τόσα,
οπού τα καθιέρωσαν οι κόποι κ’ οι αιώνες,
‘ς τον βούρκο της λησμονησιάς δια πάντα ας ποντισθώσι,
κι αυτοί εδώ των Πελασγών τα λείψανα ας λάβουν,
και τ’ άγια μυστήρια, κι ας φιλοτιμηθώσι
να διασώσουν την τιμήν τοσούτων ονομάτων,
και τα βιβλία που δηλούν τόσους και τόσους κόπους
ψυχών οπού ενίκησαν τον χρόνον και τον Άδην.
Αυτή, ώ πάτερ Ήλιε, θα γίνη η οπλοθήκη
οπού μια ‘μέρα την πτωχήν φυλήν θ’ αναγεννήση»
οπού μια ‘μέρα την πτωχήν φυλήν θ’ αναγεννήση»
Βλάσης Γ. Ρασσιάς, 2012
TSANTIRI.GR!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου