Ποτάμι ο κόσμος ξεχυμένος στους δρόμους. Το πρώϊμο ψύχος δεν κράτησε πολλούς μέσα και, παρ’ όλο που ο Οκτώβρης διεκδικούσε μια θέση στο χειμώνα, όλη η γιορταστική ατμόσφαιρα θύμιζε άνοιξη. Είναι αλήθεια πως εκείνη τη μέρα κι ο Οκτώβρης κατέθεσε τα όπλα και ο ήλιος ανενόχλητος έκανε τους σημαιοστολισμένους δρόμους ακόμα πιο φωτεινούς · μα το κρύο, κρύο.
- Κάπου σίγουρα θα χιόνισε, είπε ο περιπτεράς που άνοιξε για να πουλά σημαιούλες για τα μικρά.
- Ναι, ναι, ήλιος με δόντια, συμφώνησε μαζί του ένας περαστικός.
Στοιβάχτηκε ο κόσμος στα πεζοδρόμια κι απ’ τις δυό μεριές του κεντρικού δρόμου. Από κει θα περνούσε η παρέλαση κι όλοι είχαν κάποιον που ήθελαν να καμαρώσουν. Άλλος παιδί, άλλος εγγόνι, άλλος ανίψι. Μα και οι λιγοστοί που δεν είχαν κάποιον να παρελάσει βρίσκονταν εκεί για τη χαρά της μέρας.
- Έχω τον εγγονό μου παραστάτη, είπε στον διπλανό του με καμάρι κάποιος που στεκόταν κολλημένος στο απαγορευτικό σχοινί.
- Και μένα ο δικός μου είναι διμοιρίτης. Τι για ; Λεβέντης σαν τον παππού του, είπε φουσκώνοντας εκείνος.
Τα τύμπανα ξεκίνησαν και με μιας ο δρόμος άδειασε εντελώς. Η μπάντα θριαμβευτικά παρέλασε μπροστά στους επισήμους κι ύστερα πήρε τη θέση της. Όλοι μπήκαν στους ρυθμούς των εμβατηρίων. Ο κυρ – Στέφανος δεν χόρταινε να κοιτά. Οι σημαίες που άρχισαν να περνούν μπροστά του λες κι ανέμιζαν μέσα στην ψυχή του. Χόρτασε το βλέμμα του και η καρδιά του ο,τι στερήθηκε χρόνια ολόκληρα. Τα χρώματα της Ελλάδας ήταν τα πιο όμορφα χρώματα του κόσμου. Θάλασσα πλημμυρισμένη η Ελλάδα και ξεχύθηκε από τα μάτια του.
- Κοίτα ρε, ο Αλβανός κλαίει, είπε ξαφνιασμένος ένας πιτσιρικάς που ήξερε τον κυρ – Στέφανο, και όλοι γύρισαν και κοίταξαν τον δακρυσμένο άνδρα.
Εκείνος έσκυψε λίγο και χάϊδεψε απαλά το κεφάλι του μικρού.
Εκείνος έσκυψε λίγο και χάϊδεψε απαλά το κεφάλι του μικρού.
- Δεν ξέρεις εσύ, παιδί μου, δεν ξέρεις εσύ, είπε γλυκά και η θύμησή του τον έφερε χρόνια, πολλά χρόνια πίσω.
« Τρέχα, τρέχα γλήγορα, Στέφανε, να χτυπήσεις τις καμπάνες. Πάρε κι άλλους μαζί σου. Χτυπάτε τις καμπάνες να μαζευτεί ο κόσμος στη Μητρόπολη, να υποδεχθούμε τον Ελληνικό Στρατό». Έτρεξε τότε στη Μητρόπολη και εκεί στήθηκε πραγματικό πανηγύρι με κωδονοκρουσίες. Πότε ξεδιπλώθηκαν τόσες ελληνικές σημαίες, που βρέθηκε όλος αυτός ο κόσμος που τις ανέμιζε !
« Έχει τόσους Έλληνες η Κορυτσά ;», αναρωτήθηκε ο Στέφανος και η καρδιά του πήγαινε να σπάσει από τη χαρά.
« Έχει τόσους Έλληνες η Κορυτσά ;», αναρωτήθηκε ο Στέφανος και η καρδιά του πήγαινε να σπάσει από τη χαρά.
Είδε ύστερα τους Έλληνες φαντάρους να φτάνουν παρελαύνοντας όλο λεβεντιά και χάρη και άφησε το σχοινί της καμπάνας και τρύπωσε μαζί τους μέσα στο Ναό. Εκεί μέσα είδε στρατιώτες και αξιωματικούς να βγάζουν σκούφους και πηλίκια και δακρυσμένοι να ψάλλουν πρώτα το «Τη υπερμάχω», κι ύστερα τον Εθνικό Ύμνο, έτσι όπως δεν έψαλαν ποτέ στη ζωή τους.
Πήγε να λιποθυμήσει από τη συγκίνηση ο Στέφανος, όταν στο τέλος τον πλησίασε ένας αξιωματικός και τον ρώτησε :
Πήγε να λιποθυμήσει από τη συγκίνηση ο Στέφανος, όταν στο τέλος τον πλησίασε ένας αξιωματικός και τον ρώτησε :
- Ξέρεις ελληνικά ;
- Είμαι Έλληνας, απάντησε με καμάρι ο Στέφανος.
- Και πως σε λένε, τον ξαναρώτησε εκείνος.
- Στέφανο, του αποκρίθηκε και, δίχως να ξέρει γιατί, τον πήραν τα κλάματα.
Τον σήκωσε τότε στην αγκαλιά του ο αξιωματικός και τον φίλησε.
- Μη κλαις, Στέφανε, του είπε. Σαν τελειώσει ο πόλεμος και στείλουμε τους Ιταλούς από εκεί που ήρθαν, η Κορυτσά θα μείνει για πάντα Ελληνική και δοξασμένη.
Ύστερα, ο αξιωματικός χάθηκε μέσα στο πλήθος κι’ ο Στέφανος έμεινε με τη ζεστή ανάμνηση και με κείνη τη γλύκα που άφησαν στην παιδική ψυχή του τα λόγια του.
Αύτή την εικόνα, αυτή τη μέρα ο Στέφανος τη κράτησε ολοζώντανη μέσα του. Μ’ αυτήν μεγάλωσε και με την μνήμη της έπαιρνε παρηγοριά στα δύσκολα χρόνια που δεν είχε δικαίωμα να λέει πως είναι Χριστιανός και Έλληνας. Τώρα όμως μπορεί, τώρα τα μάτια του αντικρύζουν παντού Ελλάδα, τώρα οι σημαίες παρελαύνουν, όπως ποτέ. Τι κι αν κάποιοι δεν τον θεωρούν Έλληνα ; Αυτός μπορεί να δακρύζει μπροστά στην Ελληνική Σημαία.
Τα δάκρυα που εξακολουθούσαν να αυλακώνουν τα μάγουλά του έκαναν τον μικρό, που ξεστόμισε την πικρή κουβέντα να κατεβάσει το κεφάλι του για πολλή ώρα.
Πέρασαν και οι τελευταίοι πρόσκοποι, κι αυτό σήμαινε τη λήξη της παρέλασης.
Ο κυρ-Στέφανος σκούπισε τα δάκρυά του και κίνησε για το σπίτι του. Δίπλα του είδε να περπατά και ο Νικολάκης, ο μικρός που τον πίκρανε.
- Κυρ – Στέφανε, είσαι Έλληνας ;
Γύρισε και τον κοίταξε γλυκά εκείνος.
Γύρισε και τον κοίταξε γλυκά εκείνος.
- Ναι, Νικολάκη, είμαι Έλληνας, είπε και τον ξαναπήραν τα δάκρυα.
Ο Νικολάκης στάθηκε μπροστά του με χαμηλωμένο βλέμμα :
- Δεν ήθελα να σε πικράνω … Συγγνώμη κυρ – Στέφανε.
Έσκυψε ο κυρ – Στέφανος κι αγκάλιασε το παιδί.
- Δεν ήξερες, παιδί μου, δε φταις εσύ, μα αν θέλεις πάμε να σου πω μια ωραία ιστορία.
Κάθησαν στο πρώτο παγκάκι που βρήκαν κι’ ο κυρ – Στέφανος διηγήθηκε στον οκτάχρονο Νικολάκη όσα είδαν τα μάτια του και έζησε η ψυχή του εκείνη την αλησμόνιτη, δοξασμένη μέρα που ο Ελληνικός Στρατός μπήκε στη Κορυτσά.
- Α κυρ – Στέφανε, φώναξε με ενθουσιασμό ο Νικολάκης, εσύ είσαι πολύ Έλληνας !
- Α κυρ – Στέφανε, φώναξε με ενθουσιασμό ο Νικολάκης, εσύ είσαι πολύ Έλληνας !
- Ναι, Νικολάκη μου, είπε με καμάρι ο παππούς. Είμαι Έλληνας! Και με τη σκέψη του χώθηκε άλλη μια φορά στην αγκαλιά του Έλληνα αξιωματικού, εκεί στο κεντρό του ναού της Μητρόπολης, στη γαλανόλευκη Κορυτσά.
Ελένη Βασιλείου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου